ιχθυοτρόφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλίση, προσφύματα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'δρόμος'}}
{{el-κλίση-'δρόμος'|αθ=1}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἰχθυοτρόφος}} < [[ἰχθύς]] + [[τρέφω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἰχθυοτρόφος}} < [[ἰχθύς]] + [[τρέφω]]. Συγχρονικά αναλύεται σε {{πρόσφ|ιχθυο-|-τρόφος}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
# αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών
* που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 16:32, 1 Απριλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιχθυοτρόφος οι ιχθυοτρόφοι
      γενική του ιχθυοτρόφου των ιχθυοτρόφων
    αιτιατική τον ιχθυοτρόφο τους ιχθυοτρόφους
     κλητική ιχθυοτρόφε ιχθυοτρόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιχθυοτρόφος < (ελληνιστική κοινήἰχθυοτρόφος < ἰχθύς + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιχθυο- + -τρόφος

Ουσιαστικό

ιχθυοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

  • που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις