πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Badseed (συζήτηση | συνεισφορές)
+ορ, +συγγ
Badseed (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
* [[πακετάρισμα]]
* [[πακετάρισμα]]
* [[πακεταρισμένος]]
* [[πακεταρισμένος]]
* [[πάκέτωμα]]
* [[πακέτωμα]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}

Αναθεώρηση της 11:44, 17 Νοεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

  1. Από το ιταλικό pacchetto.
  2. (Το ίδιο.)
  3. Από το αγγλικό package.

Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο

  1. Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
    Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
  2. Κουτί με τσιγάρα.
    Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
  3. (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
    Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
  4. (πληροφορική) σύνολο δεδομένων
  5. (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
    Έφαγα χοντρό πακέτο.

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-