Εκδυσόζωα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Εκδυσόζωα | ||
γενική | των | Εκδυσόζωων | ||
αιτιατική | τα | Εκδυσόζωα | ||
κλητική | Εκδυσόζωα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εκδυσόζωα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Ecdysozoa < αρχαία ελληνική ἔκδυσις (< ἐκδύω < δύω) + ζῷον
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εκδυσόζωα ουδέτερο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - υπερσυνομοταξία: ζώα (όπως τα Αρθρόποδα) που έχουν απωλέσει τον εξωσκελετό τους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - υπερσυνομοταξίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)