Επταλοφίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Επταλοφίτης < Επτάλοφ(ος) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pta.loˈfi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐πτα‐λο‐φί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Επταλοφίτης αρσενικό (θηλυκό Επταλοφίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Επτάλοφος ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Επτάλοφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επταλοφίτης
|