Καλοσκοπίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καλοσκοπίτης < Καλοσκοπ(ή) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.lo.skoˈpi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λο‐σκο‐πί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καλοσκοπίτης αρσενικό (θηλυκό Καλοσκοπίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από την Καλοσκοπή ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Καλοσκοπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καλοσκοπίτης
|