Καναπίτσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καναπίτσα | οι | Καναπίτσες |
γενική | της | Καναπίτσας | — | |
αιτιατική | την | Καναπίτσα | τις | Καναπίτσες |
κλητική | Καναπίτσα | Καναπίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καναπίτσα < καναπίτσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.naˈpi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐να‐πί‐τσα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καναπίτσα θηλυκό
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- συνοικία της Μεταμόρφωσης στην Αθήνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)