καναπίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καναπίτσα οι καναπίτσες
      γενική της καναπίτσας
    αιτιατική την καναπίτσα τις καναπίτσες
     κλητική καναπίτσα καναπίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καναπίτσα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.naˈpi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐να‐πί‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καναπίτσα θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]