Κανδηλανάπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κανδηλανάπτης < κανδηλανάπτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κανδηλανάπτης αρσενικό (θηλυκό Κανδηλανάπτη)
Κανδηλανάπτης αρσενικό (θηλυκό Κανδηλανάπτη)