Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καρυά

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: καρυά, καρύα

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρυά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καρυά οι Καρυές
      γενική της Καρυάς των Καρυών
    αιτιατική την Καρυά τις Καρυές
     κλητική Καρυά Καρυές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρυά < καρυά

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καρυά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
για Καρυά Λευκάδας:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Καρυά < γενική ενικού του αρσενικού Καρυάς

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καρυά θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Καρυάς)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]