Καφένια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καφένια | οι | Καφένιες |
γενική | της | Καφένιας | — | |
αιτιατική | την | Καφένια | τις | Καφένιες |
κλητική | Καφένια | Καφένιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καφένια θηλυκό
- (σπάνιο, μάλλον ιδιωματικό) γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Καφένια
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Οι ιστορικές μεταμορφώσεις του απόδημου ελληνισμού. Η οδύσσεια του Ραιδεστηνού Δ. Καραντώνη (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2000, ISBN 9789607290748), σσ. 43, 355.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ένια (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)