Κερασοβάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κερασοβάκι τα Κερασοβάκια
      γενική
    αιτιατική το Κερασοβάκι τα Κερασοβάκια
     κλητική Κερασοβάκι Κερασοβάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κερασοβάκι < Κεράσοβ(ο) + -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ce.ɾa.soˈva.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐σο‐βάκι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κερασοβάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 210Α, 13 Δεκεμβρίου 1962