Κλείσοβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κλείσοβα
      γενική της Κλείσοβας
    αιτιατική την Κλείσοβα
     κλητική Κλείσοβα
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κλείσοβα < σλαβικής προέλευσης клучов (< клуч (κλειδί) < πρωτοσλαβική *kľučь) + είτε σλαβικής προέλευσης κατάληξη -о̀ба / -òba δείτε και το ρωσικό -ова (-ova) (-οβα) είτε  + κατάληξη θηλυκού (με παρετυμολόγηση από το κλείνω / κλειδί)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkli.so.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλεί‐σο‐βα
ομόηχο: Κλίσοβα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κλείσοβα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]