Κοίλωσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κοίλωσι τα Κοίλωσια
      γενική του Κοιλωσιού
Κοιλωσίου
των Κοιλωσιών
Κοιλωσίων
    αιτιατική το Κοίλωσι τα Κοίλωσια
     κλητική Κοίλωσι Κοίλωσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοίλωσι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοί‐λω‐σι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοίλωσι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)