Λαμπτρές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Λαμπτρές | ||
γενική | των | Λαμπτρών | ||
αιτιατική | τις | Λαμπτρές | ||
κλητική | Λαμπτρές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λαμπτρές < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λαμπτραί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lampˈtɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λαμπ‐τρές
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λαμπτρές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Λαμπτρές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Δήμοι της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Δήμοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)