Λιμογάρδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λιμογάρδι τα Λιμογάρδια
      γενική του Λιμογαρδίου των Λιμογαρδίων
    αιτιατική το Λιμογάρδι τα Λιμογάρδια
     κλητική Λιμογάρδι Λιμογάρδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λιμογάρδι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.moˈɣaɾ.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λι‐μο‐γάρ‐δι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λιμογάρδι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]