Λιτόσελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λιτόσελο τα Λιτόσελα
      γενική του Λιτόσελου των Λιτόσελων
    αιτιατική το Λιτόσελο τα Λιτόσελα
     κλητική Λιτόσελο Λιτόσελα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λιτόσελο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈto.se.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λι‐τό‐σε‐λο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λιτόσελο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]