Μάντετσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μάντετσι τα Μάντετσια
      γενική του Μαντετσίου των Μαντετσίων
    αιτιατική το Μάντετσι τα Μάντετσια
     κλητική Μάντετσι Μάντετσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μάντετσι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈman.de.t͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μά‐ντε‐τσι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μάντετσι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 206 Α, 28 Σεπτεμβρίου 1927