Μονοδέντρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μονοδέντρι | τα | Μονοδέντρια |
γενική | του | Μονοδεντρίου | των | Μονοδεντρίων |
αιτιατική | το | Μονοδέντρι | τα | Μονοδέντρια |
κλητική | Μονοδέντρι | Μονοδέντρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.noˈðen.tɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐νο‐δέν‐τρι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μονοδέντρι ουδέτερο
- (οικισμός) άλλη μορφή του Μονοδένδρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μονοδέντρι
→ δείτε τη λέξη Μονοδένδρι |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Οικονόμου, Κώστας Ευ. (2002). Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων: γλωσσολογική εξέταση. Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων., σ. 202
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)