Ομβριακίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ομβριακίτης < Ομβριακ(ή) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɱ.vɾi.aˈci.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ομ‐βρι‐α‐κί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ομβριακίτης αρσενικό (θηλυκό Ομβριακίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από την Ομβριακή ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Ομβριακή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ομβριακίτης
|