Παλαιόχανο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παλαιόχανο | τα | Παλαιόχανα |
γενική | του | Παλαιόχανου | των | Παλαιόχανων |
αιτιατική | το | Παλαιόχανο | τα | Παλαιόχανα |
κλητική | Παλαιόχανο | Παλαιόχανα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παλαιόχανο < καθαρεύουσα Παλαιόχανον < παλαιό- + χάνι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.leˈo.xa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ό‐χα‐νο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παλαιόχανο ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Πευκακίου[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα παλαιό- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)