Παντρευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παντρευτής < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παντρευτής αρσενικό
Δείτε επίσης : παντρευτῇς, παντρευτείς |
Παντρευτής αρσενικό