Παρώρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παρώρι τα Παρώρια
      γενική του Παρωρίου των Παρωρίων
    αιτιατική το Παρώρι τα Παρώρια
     κλητική Παρώρι Παρώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παρώρι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ρώ‐ρι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παρώρι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 251 Α, 24 Ιουλίου 1930