Περδικοβρυσιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Περδικοβρυσιώτης < Περδικόβρυσ(η) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peɾ.ði.ko.vɾiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Περ‐διΙ‐κο‐βρυ‐σιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Περδικοβρυσιώτης αρσενικό (θηλυκό Περδικοβρυσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Περδικόβρυση ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Περδικόβρυση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Περδικοβρυσιώτης
|