Πευκοχώρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πευκοχώρι | τα | Πευκοχώρια |
γενική | του | Πευκοχωρίου | των | Πευκοχωρίων |
αιτιατική | το | Πευκοχώρι | τα | Πευκοχώρια |
κλητική | Πευκοχώρι | Πευκοχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pef.koˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πευ‐κο‐χώ‐ρι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πευκοχώρι ουδέτερο
- χωριό της Χαλκιδικής
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία του Μαζίου[1]
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Πευκοχώριον (καθαρεύουσα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -χώρι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)