Ρητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρητός | οι | Ρητοί |
γενική | του | Ρητού | των | Ρητών |
αιτιατική | τον | Ρητό | τους | Ρητούς |
κλητική | Ρητέ | Ρητοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ρητός < ρητός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρητός αρσενικό (θηλυκό Ρητού)