Σαλαβριάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαλαβριάς | ||
γενική | του | Σαλαβριά | ||
αιτιατική | τον | Σαλαβριά | ||
κλητική | Σαλαβριά | |||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σαλαβριάς < μεσαιωνική ελληνική Σαλαβρία (ίσως < λατινική salebra / salebratus / salebrosus[1])
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σαλαβριάς αρσενικό
- (παρωχημένο) ονομασία του Πηνειού ποταμού (κυρίως στο τμήμα του κάτω ρου του, στη θεσσαλική πεδιάδα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Υποσημειώσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)