Σαφραμπολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαφραμπολίτης < Σαφράμπολ(η) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.fɾam.boˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐φρα‐μπο‐λί‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Σαφραμπολίτης αρσενικό (θηλυκό Σαφραμπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από τη Σαφράμπολη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Σαφράμπολη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σαφραμπολίτης
|