Σερνικακιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σερνικακιώτης < Σερνικάκ(ι) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /seɾ.ni.kaˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σερ‐νι‐κα‐κιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σερνικακιώτης αρσενικό (θηλυκό Σερνικακιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Σερνικάκι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Σερνικάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σερνικακιώτης
|