Σκύρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκύρος | ||
γενική | της | Σκύρου | ||
αιτιατική | τη | Σκύρο | ||
κλητική | Σκύρε (Σκύρο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σκύρος < αρχαία ελληνική Σκῦρος < σκῦρος < ξυρόν < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ksnew- < *kes- (ξύνω, λειαίνω)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σκύρος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- νησί του συμπλέγματος των Σποράδων του Αιγαίου Πελάγους
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Σκύρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)