Στενόκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Στενόκαρδος < στενόκαρδος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στενόκαρδος αρσενικό (θηλυκό Στενόκαρδου)
Στενόκαρδος αρσενικό (θηλυκό Στενόκαρδου)