Συραγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Συραγώ | ||
γενική | της | Συραγώς | ||
αιτιατική | τη | Συραγώ | ||
κλητική | Συραγώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Συραγώ < ελληνιστική κοινή Σύρα[1] [2] [3]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Συραγώ θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ※ Η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια Συραγώ Τσιάρα ορίστηκε Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης—Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου με απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού. (www.archaiologia.gr, 23.06.2022.)
- ※ Τον 19ο αι. αναφέρονται στην Ανατολική Θεσσαλία και στις Βόρειες Σποράδες οι μορφές Σεραΐνα, Σεραϊνώ, Συραϊνώ, Σεραϊνώ, Σερανώ, Συραγώ, Σεραγώ, Συραγού, Συράγω, Συράγου, Συρίφισσα, Συρίισσα. Κάποιες από τις τελευταίες μορφές επιβιώνουν και σήμερα, τείνουν όμως να εκλείψουν. (Κώστας Σπανός, Η πολυμορφία του βαφτιστικού Σύρω στη Θεσσαλία (1506–19ος αι.), www.eleftheria.gr, 30.01.2020)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ Το όνομα Σύρα απαντά σε αρκετές θεσσαλικές επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου: «Σύρα Ἰσιδώρου̣ γυνή»: https://inscriptions.packhum.org/text/207904?hs=31-37
- ↑ «Σύρω, Σύρου, Συριάνα, Συρίνα, Σειρίνα, Σειρήνω, Συρίτζα, Συρίτξω, Συρίγα, Συρίγω, Συρίγου, Συραγίνα, Σεραγίνα, Συραΐνα, Σαραΐνα, Σεραΐνα, Σεραΐνω, Συραϊνώ, Σεραϊνώ, Σερανώ, Συραγιό, Σεραγώ, Συραγού, Συράγω, Συράγου, Συρίγισσα, Συρίισσα, Σερασινή, Σέρω». Κώστας Σπανός, Λεξικό των θεσσαλικών βαφτιστικών ονομάτων, 15ος–19ος αιώνας, Λάρισα 2018, σελ. 30.
- ↑ «Η γυναίκα του Σύρος–Σύρας (…) είναι µε προσθήκη της καταλήξεως -ω και ανάπτυξη ευφωνικού ʝ η Συράγω, Συραγώ, µε αφοµοίωση του i προς το ακόλουθο a, η Σαραγού.» Νικόλαος Ταχινόσλης, Μορφές τού Κωνσταντίνος (19ος αιώνας–1913), Θεσσαλονίκη 2005, 57.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Ρηνιώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ώ (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)