Συραγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Συραγώ
      γενική της Συραγώς
    αιτιατική τη Συραγώ
     κλητική Συραγώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Συραγώ < ελληνιστική κοινή Σύρα[1] [2] [3]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Συραγώ θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Το όνομα Σύρα απαντά σε αρκετές θεσσαλικές επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου: «Σύρα Ἰσιδώρου̣ γυνή»: https://inscriptions.packhum.org/text/207904?hs=31-37
  2. «Σύρω, Σύρου, Συριάνα, Συρίνα, Σειρίνα, Σειρήνω, Συρίτζα, Συρίτξω, Συρίγα, Συρίγω, Συρίγου, Συραγίνα, Σεραγίνα, Συραΐνα, Σαραΐνα, Σεραΐνα, Σεραΐνω, Συραϊνώ, Σεραϊνώ, Σερανώ, Συραγιό, Σεραγώ, Συραγού, Συράγω, Συράγου, Συρίγισσα, Συρίισσα, Σερασινή, Σέρω». Κώστας Σπανός, Λεξικό των θεσσαλικών βαφτιστικών ονομάτων, 15ος–19ος αιώνας, Λάρισα 2018, σελ. 30.
  3. «Η γυναίκα του Σύρος–Σύρας (…) είναι µε προσθήκη της καταλήξεως -ω και ανάπτυξη ευφωνικού ʝ η Συράγω, Συραγώ, µε αφοµοίωση του i προς το ακόλουθο a, η Σαραγού.» Νικόλαος Ταχινόσλης, Μορφές τού Κωνσταντίνος (19ος αιώνας–1913), Θεσσαλονίκη 2005, 57.