Τέρνοβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τέρνοβο τα Τέρνοβα
      γενική του Τερνόβου
Τέρνοβου
των Τερνόβων
    αιτιατική το Τέρνοβο τα Τέρνοβα
     κλητική Τέρνοβο Τέρνοβα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τέρνοβο < σλαβικής προέλευσης *tьrnъ (αγκάθι) + -ovo (επίθημα σχηματισμού τοπωνυμίων)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈteɾ.no.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τέρ‐νο‐βο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τέρνοβο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]