Τρούμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τρούμπα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τρούμπα οι Τρούμπες
      γενική της Τρούμπας των (Τρουμπών)
    αιτιατική την Τρούμπα τις Τρούμπες
     κλητική Τρούμπα Τρούμπες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τρούμπα < τρούμπα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾum.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρού‐μπα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τρούμπα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.