Τσουκαλαδιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τσουκαλαδιώτης < Τσουκαλάδ(ες) + -ιώτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡su.ka.laˈðʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσου‐κα‐λα‐διώ‐της
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τσουκαλαδιώτης αρσενικό (θηλυκό Τσουκαλαδιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Τσουκαλάδες ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Τσουκαλάδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τσουκαλαδιώτης
|