Τσουκιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡suˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσου‐κιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσουκιώτης αρσενικό (θηλυκό Τσουκιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Τσούκα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Τσούκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τσουκιώτης
|