Τυροφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τυροφάγος
      γενική της Τυροφάγου
    αιτιατική την Τυροφάγο
     κλητική Τυροφάγε (Τυροφάγο)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τυροφάγος < μεσαιωνική ελληνική τυροφάγος[1] < ελληνιστική κοινή τυροφάγος < αρχαία ελληνική τυρός + -φάγος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τυροφάγος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Τυροφάγος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)