τυροφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τυροφάγος | η | τυροφάγα | το | τυροφάγο |
γενική | του | τυροφάγου | της | τυροφάγας | του | τυροφάγου |
αιτιατική | τον | τυροφάγο | την | τυροφάγα | το | τυροφάγο |
κλητική | τυροφάγε | τυροφάγα | τυροφάγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τυροφάγοι | οι | τυροφάγες | τα | τυροφάγα |
γενική | των | τυροφάγων | των | τυροφάγων | των | τυροφάγων |
αιτιατική | τους | τυροφάγους | τις | τυροφάγες | τα | τυροφάγα |
κλητική | τυροφάγοι | τυροφάγες | τυροφάγα | |||
Το θηλυκό σχηματίζει και λόγιους τύπους όμοιους με το αρσενικό. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τυροφάγος, -α, -ο
- εκείνος ο οποίος τρέφεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με τυρί.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυροφάγος
|