Τύχα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τύχα, Τύχη, τύχη

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

δωρική κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Τυχα-
ονομαστική Τύχ ταὶ Τύχαι
      γενική τᾶς Τύχᾱς τᾶν Τυχᾶν
      δοτική τᾷ Τύχ ταῖς Τύχαις
    αιτιατική τὰν Τύχᾱν τὰς Τύχᾱς
     κλητική ! Τύχ Τύχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὰ  Τύχ
γεν-δοτ ταῖν  Τύχαιν
Η θεά και το τοπωνύμιο, στον ενικό.
1η κλίση, Κατηγορία 'τύχα' όπως «τύχα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τύχα < τύχα δωρικός τύπος  του τύχη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τύχα, -ας θηλυκό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τύχα, -ας θηλυκό (ελληνιστική σημασία)

Πηγές[επεξεργασία]