άβαθο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άβαθο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άβαθος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.va.θo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βα‐θο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άβαθο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άβαθο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του άβαθος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άβαθος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πολυτονική γραφή πριν από το 1982 ἄβαθο
- άβαθνο
Πηγές
[επεξεργασία]- άβαθο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας