άβαθο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άβαθο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άβαθος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.va.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βα‐θο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άβαθο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

άβαθο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του άβαθος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άβαθος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]