έξεργο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έξεργο | τα | έξεργα |
γενική | του | έξεργου | των | έξεργων |
αιτιατική | το | έξεργο | τα | έξεργα |
κλητική | έξεργο | έξεργα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έξεργο ουδέτερο
- (τέχνη) καλλιτέχνημα που προεξέχει (αρκετά) από την υπόλοιπη επιφάνεια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έξεργο