αγγειογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειογράφος < αγγειο- + -γράφος

Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγγειογράφος οι αγγειογράφοι
      γενική του/της αγγειογράφου των αγγειογράφων
    αιτιατική τον/την αγγειογράφο τους/τις αγγειογράφους
     κλητική αγγειογράφε αγγειογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγγειογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγειογράφος οι αγγειογράφοι
      γενική του αγγειογράφου των αγγειογράφων
    αιτιατική τον αγγειογράφο τους αγγειογράφους
     κλητική αγγειογράφε αγγειογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγγειογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]