αγγειοδιασταλτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοδιασταλτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) φάρμακο που επιφέρει αγγειοδιαστολή και ελάττωση της αρτηριακής πίεσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοδιασταλτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγγειοδιασταλτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αγγειοδιασταλτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγγειοδιασταλτικός