αγριλίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριλίδι τα αγριλίδια
      γενική του αγριλιδιού των αγριλιδιών
    αιτιατική το αγριλίδι τα αγριλίδια
     κλητική αγριλίδι αγριλίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριλίδι < αγριλ(ιά) + υποκοριστικό -ίδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριλίδι ουδέτερο

  • (φυτό) υποκοριστικό του αγριελιά, μικρή αγριελιά (και ιδιωματικό, Θάσος, Πελοπόννησος)
    ※  Το φυτώριό μας δραστηριοποιείται και στην εμπορία και διάθεση ελιών εμβολιασμένων (μπολιασμένων) σε αγριλίδι (Φυτώρια Κάτω Αλισσός, ανακτήθηκε 5/10/2022 [1])
    → δείτε και την ιδιωματική χρήση του πληθυντικού αγριλίδια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

(ιδιωματικά)

Διαφορετικού ετύμου και σημασίας η αγριλίτσα (Κεφαλλονιά).

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δε σχετίζεται το ιδιωματικό αγριλίκι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγριελιά

Πηγές[επεξεργασία]

  • ἀγριλίδι - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης», τόμος 1ος
  • Κώστας Ν. Βουγιουκλάκης, Η Μάνη ανά τους αιώνες: ιστορία, λαογραφία, γεωγραφία, μυθολογία (Αθήνα: Εκδόσεις: Τροχαλία, 1997), σ. 145. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-10-01· Πρβ. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 240.