αγριλίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγριλίδι | τα | αγριλίδια |
γενική | του | αγριλιδιού | των | αγριλιδιών |
αιτιατική | το | αγριλίδι | τα | αγριλίδια |
κλητική | αγριλίδι | αγριλίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγριλίδι ουδέτερο
- (φυτό) υποκοριστικό του αγριελιά, μικρή αγριελιά (και ιδιωματικό, Θάσος, Πελοπόννησος)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία](ιδιωματικά)
- 'γριλίδι (Ζάκυνθος, Νάξος)
- αγρελίδι (Θράκη), αγριελίδι (Αστυπάλαια), αγριολίδι (Προποντίδα)
- αργουλίδι (Κρήτη)
Διαφορετικού ετύμου και σημασίας η αγριλίτσα (Κεφαλλονιά).
Παράγωγα
[επεξεργασία]- αγριελίδα
- Αγριλίδι (τοπωνύμιο)
- αγριαργούλιδο (Κρήτη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δε σχετίζεται το ιδιωματικό αγριλίκι.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγριελιά
αγριλίδι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀγριλίδι - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης», τόμος 1ος
- Κώστας Ν. Βουγιουκλάκης, Η Μάνη ανά τους αιώνες: ιστορία, λαογραφία, γεωγραφία, μυθολογία (Αθήνα: Εκδόσεις: Τροχαλία, 1997), σ. 145. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-10-01· Πρβ. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 240.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)