αεριοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεριοσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική), (μηχανολογία): συσκευή που εξετάζει ύπαρξη αερίων σ΄ ένα σώμα, ή χώρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεριοσκόπιο