αεριοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριοσκόπιο τα αεριοσκόπια
      γενική του αεριοσκοπίου
αεριοσκόπιου
των αεριοσκοπίων
    αιτιατική το αεριοσκόπιο τα αεριοσκόπια
     κλητική αεριοσκόπιο αεριοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεριοσκόπιο < αεριο- + -σκόπιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αεριοσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]