αζέρικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αζερικά
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αζέρικα
      γενική των αζέρικων
    αιτιατική τα αζέρικα
     κλητική αζέρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αζέρικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζέρικος στον πληθυντικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈze.ɾi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ζέ‐ρι‐κα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αζέρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αζέρικα