αιθεροβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιθεροβάτης αρσενικό
- αυτός που αιθεροβατεί, που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αιθεροβάμων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αιθεροβάμων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιθεροβάτης
|