αιλουροφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιλουροφοβία οι αιλουροφοβίες
      γενική της αιλουροφοβίας των αιλουροφοβιών
    αιτιατική την αιλουροφοβία τις αιλουροφοβίες
     κλητική αιλουροφοβία αιλουροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιλουροφοβία < αίλουρ(ος)+ -ο- + -φοβία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.lu.ɾo.foˈvi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐λου‐ρο‐φο‐βί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιλουροφοβία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]