αιμορροΐδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμορροΐδα < αρχαία ελληνική αἱμορροΐς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμορροΐδα θηλυκό
- εξόγκωμα στην περιοχή του δακτυλίου του πρωκτού που σχηματίζεται από διόγκωση των φλεβών της περιοχής, προκαλεί κνησμό και άλλες ενοχλήσεις και συχνά παρουσιάζει αιμορραγία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμορροΐδα
|