αιολική διάλεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιολική διάλεκτος | ||
γενική | της | αιολικής διαλέκτου | ||
αιτιατική | την | αιολική διάλεκτο | ||
κλητική | αιολκή διάλεκτε | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αιολική διάλεκτος θηλυκό
- (γλώσσα) αρχαία ελληνική διάλεκτος που μιλιόταν στους κλασικούς χρόνους στην αρχαία Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στις μικρασιατικές ακτές.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Λέξεις της αιολικής διαλέκτου στο Βικιλεξικό
- Παράρτημα:Διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής
- Αἰολεύς (αρχαία ελληνικά)
- Aeolian dialect στην αγγλική Βικιπαίδεια