ακρωτηρίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρωτηρίαση οι ακρωτηριάσεις
      γενική της ακρωτηρίασης* των ακρωτηριάσεων
    αιτιατική την ακρωτηρίαση τις ακρωτηριάσεις
     κλητική ακρωτηρίαση ακρωτηριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακρωτηριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακρωτηρίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρωτηρίασις + -ση[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾo.tiˈɾi.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρω‐τη‐ρί‐α‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακρωτηρίαση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]